τυροπωλῆσαι

τυροπωλῆσαι
τῡροπωλῆσαι , τυροπωλέω
sell like cheese
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυροπωλώ — έω, Α [τυροπώλης] 1. πουλώ τυρί 2. μτφ. πουλώ κάτι όπως θα πουλούσα τυρί («ποιητῶν τυροπωλῆσαι τέχνην», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”